φυσιγνώμων
English (LSJ)
φυσιγνώμον, gen. ονος, = φυσιογνώμων, Theoc.Ep.11.1.
German (Pape)
[Seite 1317] ονος, = φυσιογνώμων, Theocr. 10 (VII, 661).
Russian (Dvoretsky)
φῠσιγνώμων: 2, gen. ονος Anth. = φυσιογνώμων.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσιγνώμων: -ον, = φυσιογνώμων, Θεοκρ. Ἐπιγρ. 11. 1.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
βλ. φυσιογνώμων.
Greek Monotonic
φῠσιγνώμων: -ον, = φυσιογνώμων, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
φῠσι-γνώμων, ον, = φυσιογνώμων, Theocr.]