φυτήρ

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
πατέρας, φύτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω + κατάλ. -τήρ. Η λ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pute = φυτήρ και pu2tere = φυτῆρες), ενώ ένας μυκην. τ. puterija θεωρείται ως θηλ. ενός παρ. επιθ. φυτήριος και διακρίνεται από τον τ. putarija = φυταλιά].