φυταλιά

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτᾰλιά Medium diacritics: φυταλιά Low diacritics: φυταλιά Capitals: ΦΥΤΑΛΙΑ
Transliteration A: phytaliá Transliteration B: phytalia Transliteration C: fytalia Beta Code: futalia/

English (LSJ)

[ῡ metri gr. in Ep.], -ιᾶς, Ion. φυταλιή, -ιῆς, ἡ, (φυτόν)
A planted place, esp. orchard or vineyard, opp. corn-land, Il.6.195, 12.314, 20.185, IG11(2).161A14 (Delos, iii B. C.), Jul.Or.3.125a.
II plant, ἡ ἰδία φ. (of Athena, i.e. olive) Call.Lav.Pall.26; also of the vine, AP6.44 (Leon. (?)); φ. καλάμου ib.7.714.
III planting-time, i.e. the latter part of winter, Hp.Hebd.4, Gal.17(1).18.
2 planting, φ. καρποῖο A.R.2.1003.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, die Pflanzstätte, der Baum- u. Weingarten, im Gegensatz des Saat- od. Ackerlandes, Il. 6, 195. 12, 314. 20, 185; die Pflanzung, Ap. Rh. 2, 1003; – das Gepflanzte, das Gewächs, φυταλιὰ Παλλάδος, der Oelbaum, Callim. lav. Pall. 26. – Auch der letzte Teil des Winters, wo man Bäume pflanzt, heißt so. – [Υ an sich kurz, von den Epikern des Verses wegen immer lang gebraucht.]

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
plant d'arbres ou de vignes, verger ou vignoble.
Étymologie: φυτόν.

Russian (Dvoretsky)

φῠτᾰλιά: эп. φῡτᾰλιή (ῡ) ἡ φυτόν насаждение, (фруктовый) сад om., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῠταλιά: Ἰων. -ιή, ἡ, (φυτὸν) φυτοφόρος γῆ, δενδρόφυτον χωρίον, φυτεία, μάλιστα δὲ δενδροφόρος γῆ, ἢ ἀμπελόφυτος γῆ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν σπειρομένην γῆν (ἄρουραν), Ἰλ. Ζ. 195., Μ. 314., Υ. 185. ΙΙ. φυτόν, φ. Παλλάδος, ἡ ἐλαία, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 26· ὡσαύτωςἄμπελος, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 44· φ. καλάμου αὐτόθι 7. 7, 4. ΙΙΙ. ὁ χρόνοςκατάλληλος ἢ ἡ ἐποχὴ πρὸς φυτείαν, τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ χειμῶνος, Γαλην., κλπ. 2) ἡ πρᾶξις τοῦ φυτεύειν, φύτευμα, φ. καρποῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1003. [υ, φύσει βραχύ, γίνεται μακρὸν ἐν δακτυλιλοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α
1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη
2. φυτό
3. (ειδικά) α) η ελιά
β) η άμπελος
4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ του χειμώνα
5. η ενέργεια του φυτεύω, φύτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυταλιά συνδέεται μορφολογικά με το επίθ. φυτάλιος και το ανδρών. Φύταλος, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο ακριβής τρόπος σχηματισμού τών τ. Κατά μία άποψη, η λ. φυταλιά έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- του φύω με επίθημα -ταλ-ια, το οποίο ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα -tl- της ΙΕ κατάλ. -tel- (η οποία απαντά στην ελλ. με τη μορφή -ter- [βλ. λ. -τήρ], με εναλλαγή τών υγρών -l- / -r-). Κατ' άλλους, η λ. έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν, με παρέκταση -αλ-και κατάλ. -ια. Πρόκειται για αρχαιότατη λ., που απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pi-tarija)].