φωλαδίδες

Greek Monolingual

και φολαδίδες, οι, Ν
ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος φωλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phōladidae].