φωνοθήκη

Greek Monolingual

η, Ν
αίθουσα ή αρχείο όπου τοποθετούνται ή αρχειοθετούνται δίσκοι ή ηχογραφημένες μαγνητοταινίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + θήκη.