Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φωνοσκόπιο
Greek Monolingual
το, Ν συσκευή κατάλληλη για την εξέταση του τρόπου παραγωγής της φωνής και τών οργάνων που συντελούν σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonoscope<φωνή+ -σκόπιο].