φωνοφοβία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. παθολογική φοβία να μιλάει κανείς μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonophobia < φωνή + φοβία].