Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φωσγένιο
Greek Monolingual
το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, που είναιχλωρίδιο του ανθρακικού οξέος, γνωστό και ως καρβονυλοχλωρίδιο ή οξυχλωριούχοςάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosgene<φως+γένος].