φωτογραφείο

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαστήριο φωτογράφου
2. κατάστημα πώλησης φωτογραφικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στο Λεξικόν του Ε. Legrand].