φωτόνιο

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. κβαντόνιο, αναφερόμενο στο φως και γενικότερα στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, φορέας τών ηλεκτρομαγνητικών αλληλεπιδράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photon < φως, φωτός].