φωτόφοβος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που για παθολογικούς λόγους δεν ανέχεται το φως
2. φρ. «φωτόφοβος οργανισμός»
βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται ή αποφεύγει τον άπλετο φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. υδρό-φοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].