οργανισμός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
ο (Α ὀργανισμός)
νεοελλ.
1. ανατ. ζωντανό ον όπως ορίζεται ως σύνολο οργάνων που συνδέονται λειτουργικά και επηρεάζονται αμοιβαία
2. βιολ. α) το σύνολο τών οργάνων ή οργανιτών που αποτελούν ένα ζωικό ή φυτικό ον
β) ζωντανό ον, ζώο ή φυτό, κάθε δομική ενότητα που είναι έδρα διαδικασιών της ζωής
3. συγκροτημένη υπηρεσία επιτέλεσης ενός έργου (α. «Οργανισμός Βάμβακος» β. «Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων»)
4. σύνολο διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή ενός έργου
5. φρ. α) «Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών» — ένωση κρατών με σκοπό τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης και την εδραίωση της διεθνούς συνεργασίας, που ιδρύθηκε το 1945 στη θέση της Κοινωνίας τών Εθνών
β) «φέρων οργανισμός» — το σύνολο τών τμημάτων μιας οικοδομής τα οποία δέχονται και μεταβιβάζουν στο έδαφος τα φορτία, ή βάρη, που προέρχονται από την ίδια την κατασκευή και από τον εξοπλισμό που έχει τοποθετηθεί σ' αυτήν
αρχ.
μηχανισμός, συσκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. organism, και μαρτυρείται από το 1799 στον Α. Γαζή].