ες, = φωτοειδής, Hsch. s.v. χιονέα.
φωτώδης: -ες, = φωτοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. Χιονέαν.
-ῶδες, Α [[φῶς, φωτός]]φωτοειδής.