φωτώδης

English (LSJ)

ες, = φωτοειδής, Hsch. s.v. χιονέα.

Greek (Liddell-Scott)

φωτώδης: -ες, = φωτοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. Χιονέαν.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α [[φῶς, φωτός]]
φωτοειδής.