χιονέα
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
η, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων βραχύκερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chionea].