η, Ν1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα»)2. (ως επίρρ.) φόρτσα(κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»].