αέρας

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και αγέρας, ο [AM ἀὴρ (-έρος), στα Α και ιων. ἠήρ, αιολ. αὐήρ, δωρ. ἀβήρ
στον Όμηρο και Ησίοδο θηλ, από τον Ηρόδ. κ. εξ. αρσ.]
1. το μίγμα τών αερίων που περιβάλλει τη γη
2. γεν. η ατμόσφαιρα, ο αέρας που περιβάλλει τη γη και, κατά τη λαϊκή αντίληψη, το κενό πάνω από αυτήν
3. οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου, η υγιεινή κατάσταση, το κλίμα του (στα αρχ. στον πληθ.)
4. για δυσώδεις ή μη αναθυμιάσεις, απόπνοιες
εκκλ. το τετράγωνο υφασμάτινο κάλυμμα του Αγίου Δίσκου
νεοελλ.
1. ρεύμα αέρα, άνεμος
2. το ψυχολογικό κλίμα που επικρατεί κάπου (σε τόπο, συγκεντρώσεις κ.λπ.)
3. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, ύφος, όψη, τρόποι, παρουσιαστικό
4. κομψότητα, χάρη, γοητεία, άνεση («σού έχει έναν αέρα!»)
5. αγέρωχο ύφος, τόλμη, θάρρος
6. έπαρση, θράσος, αυθάδεια («παραπήρες αέρα και πρέπει κάποιος να στόν κόψει!»)
7. η έκφραση της ψυχικής διαθέσεως κάποιου
8. εμπειρία, ικανότητα, επιτηδειότητα, ευχέρεια
9. ελαφρότητα, λεπτότητα ή διαφάνεια
10. η απειροελάχιστη διαφορά, που χρειάζεται για να συμπληρωθεί το κανονικό ή το απαιτούμενο, προκειμένου να εκτελεσθεί μια πράξη ή να συμβεί κάτι
11. οτιδήποτε μη αληθινό, μη χειροπιαστό (όπως ο αέρας), ψευδές, αναληθές, αβάσιμο, ανεκτέλεστο
12. εικονική, πλασματική αγοραπωλησία τίτλων, συναλλάγματος, προϊόντων κ.λπ. στο χρηματιστήριο (πρβλ. αεριτζής)
13. α) η προσαύξηση της αξίας μιας επιχειρήσεως ένεκα της καλής της τοποθεσίας, της φήμης της, της μεγάλης πελατείας κ.ά., που αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία αυτής
β) το ποσόν που, σε περίπτωση εκχωρήσεως επιχειρήσεως, καταστήματος κ.ά., προστίθεται στην αντικειμενική αξία χώρου, εγκαταστάσεων ή εμπορευμάτων και οφείλεται στη φήμη ή την πελατεία τους
14. η αποζημίωση που παρέχεται από τους ιδιοκτήτες ή από τρίτους σε μισθωτές καταστημάτων ή οικιών, οι οποίοι προστατεύονται από το ενοικιοστάσιο, για να λύσουν την αναγκαστική παράταση της μισθώσεως
15. ο ελεύθερος χώρος πάνω από οικοδομή και το δικαίωμα ανέγερσης οριζόντιας ιδιοκτησίας σ’ αυτόν
16. θέα, άποψη
17. ο γύρος του καπέλου (αλλ. μπορ)
18. μακρόστενη ράβδος με ριπίδιο στο πάνω άκρο της για το σβήσιμο τών καντηλιών
19. (στη ζωγρ.) είδος βεντάλιας, με την οποία αερίζουν τα νωπά χρώματα, μόλις αγγίζοντάς τα, για να στρώσουν
20. αδιαθεσία της λεχώνας, που προέρχεται από μάτιασμα (συνήθως με το επίθ. κακός)
21. καχεξία τών σπαρτών, που προέρχεται από απροσδιόριστη ασθένεια
22. το σχοινί, το οποίο συνδέει τον κεντρικό στύλο του αλωνιού με το ζώο που αλωνίζει
23. ρεύμα αέρα, που προκαλείται από κινούμενο σώμα
24. (στον πληθ. ως ναυτ. όρος) οι αέρηδες
τα δύο σχοινιά, με τα οποία στηρίζεται πλευρικά το πάνω μέρος του ιστού πλοίου
25. (ως επιφών.) αέρα! α) πολεμική κραυγή του ελληνικού στρατού κατά τις εφόδους του στους Βαλκανικούς πολέμους και τον πόλεμο του 40-41
β) κραυγή αποδοκιμασίας κατά τις διαδηλώσεις
26. φρ. «αέρας κοπανιστός» ή «καβουρντιστός» ή «τηγανητός», α) λόγια ή υποσχέσεις χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, κενά λόγια, αερολογίες
β) οτιδήποτε ανύπαρκτο ή απραγματοποίητο
«βγάζω αέρα», αποπέρδομαι ή ρεύομαι
«βάζει» ή «βγάζει» ή «πιάνει» ή «σηκώνεται αέρας», αρχίζει να φυσάει άνεμος
«δίνω (πολύ) αέρα σε κάποιον», του φέρομαι ελαστικά, του δείχνω μεγάλη οικειότητα
«δίνω τον αέρα σε κάποιον», τον διώχνω
«ζω με τον αέρα» ή «με αέρα», α) τρώγω λίγο ή καθόλου
β) είμαι άπορος, πάμφτωχος
«κάνω αέρα», παράγω αέρα με τεχνητό τρόπο (φύσημα, βεντάλια κ.λπ.)
«κατά τον αέρα που θα φυσήσει», ανάλογα με τη φορά, την έκβαση τών πραγμάτων
«κόβει» ή «παύει» ή «πέφτει ο αέρας», σταματά να φυσάει
«κόβω τον αέρα κάποιου», τον αποθαρρύνω
«κοπανίζω αέρα», ματαιοπονώ
«κουβεντιάζω στον αέρα» ή «του αέρα», μωρολογώ, αερολογώ
«κυνηγάει τον αέρα», λέγεται για ικανούς, για επιδέξιους σε κάτι
«λόγια του αέρα», μάταια, αβάσιμα ή ασήμαντα λόγια, αερολογίες
«να δούμε τί αέρας φυσάει», να βολιδοσκοπήσουμε τα πράγματα ή τις σκέψεις τών άλλων
«παίρνω αέρα» και «παίρνει το κεφάλι μου» ή «το μυαλό μου» ή «ο νους μου αέρα», γίνομαι θρασύς, αποθρασύνομαι
«παίρνω (τον) αέρα (μου)», εισπνέω καθαρό αέρα στο ύπαιθρο, αναζωογονούμαι, ξεσκάω
«παίρνω τον αέρα κάποιου», του αφαιρώ κάθε δυνατότητα επιβολής ή ελέγχου επάνω μου
«πήρε η πορδή του αέρα», ακόμη κι αυτός ο τιποτένιος περηφανεύτηκε
«πήγε κάτι στον αέρα», χάθηκε άδικα, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα
«χτίζω» ή «ψαρεύω στον αέρα», ματαιοπονώ
αρχ.-μσν.
θερμαινόμενο δωμάτιο στα λουτρά
αρχ.
1. αχλύς, ομίχλη, καταχνιά
2. (στη Στερεομετρία) όγκος
3. μια χρωστική ουσία, χρώματος γκρίζου ή γαλάζιου
4. (προσωπ.) ο Ἀήρ
5. φρ. «δέρω εἰς τὸν αέρα», σκιαμαχώ
«πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβω», διαμένω στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀήρ, κατά την πιθανότερη ετυμολογία (του Meillet), παράγεται από αρχ. τ. ἀFήρ (πρβλ. αιολ. αὔηρ, δωρ. ἀβήρ) που συνδέεται με το (F)είρω «αίρω, ανυψώνω». (Η αρχ. ρίζα είναι αFερ-, απ’ όπου το αFερ-yō > αFείρω το ἀFηρ-, ως εκτεταμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρ., και πιθανώς το αὔρα (< αὔρ-α), αν δεν προέρχεται από ἄFημι -αFρα / αὔρα). Σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή – που εμφανίζει ορισμένες δυσχέρειες ως προς την ερμηνεία του μακρού - (ἀὴρ) – η λ. αρχικά θα σήμαινε «άρση, ανύψωση, ανέβασμα (στον ουρανό)» (πρβλ. ανάλογη ετυμολογική - σημασιολογική σχέση μεταξύ γερμ. Luft «αέρας» και αγγλ. lift «σηκώνω, ανυψώνω»). Έτσι ερμηνεύεται η παλαιότατη σημασία της λ. στον Όμηρο (Ιλ. Ξ 288) και στον Ησίοδο (Έργα 549-553), που δηλώνει «την ομίχλη και ιδιαίτερα τους ατμούς που ανεβαίνουν από το έδαφος και αιωρούνται στο κατώτερο τμήμα της ατμοσφαίρας» (Chantraine), εν αντιθέσει προς το ανώτερο τμήμα της ατμοσφαίρας, τον αιθέρα. Τέλος, ο τ. ἀὴρ (και γεν. ἀέρος), αντί του κανονικού ἠὴρ (πρβλ. γεν. ἠέρος), προήλθε με ανομοίωση, για ν' αποφευχθούν τα δύο αλλεπάλληλα ηη (ἠήρ).
ΠΑΡ. αερίζω, αέρινος, αέριος
αρχ.
ἀερόεις, ιων. ἠερόεις, ἀερόθεν νεοελλ. αεράτος, αεριτζής, αερολογώ, αερού, αερούδι.
ΣΥΝΘ. αεροβάτης, αερόβιος, αεροδόνητος, αεροδρόμος, αεροειδής, αερομαντεία, αερομαχία, αερομετρώ, αερομιγής, αερομιχλώδης, αερονόμος, αεροπετής, αεροπόρος, αεροφυής, αερόχρους
αρχ.
ἀερολέσχης, ἀερομέλι, ἀερόμυθος, ἀερονηχής, ἀεροπέτης, ἀερόπλανος, ἀεροτόμος, ἀερόφοβος, ἀερόφοιτος, ἀεροφόρητος
μσν.
ἀεροβάμων, ἀερόγραπτος. ἀερόβατος, ἀεροδινής, ἀεροδονοῦμαι, ἀερόμαντις, ἀερόπους
νεοελλ.
αεράγημα, αεραγωγός, αεραέριο, αεραιμία, αεράκατος, αεράμυνα, αεραντλία, αεραπόβαση, αεραποθήκη, αερασθένεια, αερατμός, αερεισπνοή, αερέλκυθρο, αερεντερεκτασία, αερηθμός, αεριοαναλυτής, αερογραφία, αεροανυψωτήρας, αεροβίωση, αεροβολίδα, αεροβόλιση, αεροβόλος, αεροβόρος, αεροβότανο, αερογάμης, αερογαμία, αερογαστρία, αερογεμίζω, αερογέννητος, αερογέφυρα, αερογνωσία, αερόγραμμα, αερογραφία, αερογράφος, αεροδείκτης, αεροδέρνω, αεροδιάλυτος, αεροδιαστημικός, αεροδιαχωριστής, αεροδίνη, αεροδίνητος, αεροδόκη, αεροδονταλγία, αεροδοχείο, αεροδόχος, αεροδροσίζομαι, αεροδυναμική, αεροεξαγωγός, αεροεξπρές, αεροζωγραφική, αεροηλιοθεραπεία, αεροηλιοθεραπευτήριο, αεροηλιόλουτρο, αεροθάλαμος, αεροθεραπεία, αεροθεραπευτήριο, αεροθερμαγωγός, αεροθέρμανση, αεροθερμαντήρας, αεροθερμοθεραπεία, αερόθερμος, αεροθλίπτης, αεροϊατρική, αεροκαθαριστής, αεροκατάποση, αεροκατοπτρισμός, αερόκενος, αεροκήλη, αεροκιβώτιο, αεροκινητήρας, αεροκίνητος, αεροκοπανίζω, αεροκόπος, αεροκουβέντα, αεροκουβεντιάζω, αεροκουνώ, αεροκρέμαστος, αεροκτίζω, αερολάμνω, αερολέσχη, αεροληψία, αερολιμένας, αερόλογο, αερολόγος, αερόλουτρο, αερόλυμα, αερομαγνητικός, αερομαγνητόμετρο, αερομάντης, αερομέταλλο, αερομέτρημα, αερομέτρης, αερόμετρο, αερομηχανική, αερομίχλη, αερομοντελισμός, αερόμορφος, αερομπετόν, αερόμυαλος, αερόμυλος, αεροναυαγός, αεροναυαγοσωστικός, αεροναυμαχία, αεροναυπηγικός, αεροναύτης, αεροναυτία, αεροναυτική, αεροναυτιλία, αερόνεφος, αερονομία, αερόνους, αεροπαγής, αεροπαίρνω, αερόπαυση, αεροπέδη, αεροπειρατεία, αεροπιάνομαι, αεροπίεση, αεροπιεσοθεραπεία, αεροπιεστήριο, αεροπιστολιά, αεροπλανής, αεροπλάνητος, αερόπλαστος, αεροπλευρία, αεροπλέω, αεροπληθής, αεροπληθυσμογράφος, αεροπλοΐα, αερόπλοιο, αερόπνευστος, αεροποδήλατο, αεροποιώ, αεροπόταμος, αεροπότης, αεροπροσγειούμαι, αερορεύματα, αεροσεισμική, αεροσέρνομαι, αεροσίφωνας, αερόσκαλα, αεροσκάφος, αεροσκόπιο, αεροσκόπος, αεροσκυρόδεμα, αεροσούρι, αεροσπορά, αεροστάθμη, αεροσταθμώ, αεροσταταετός, αεροστατική, αερόστατο, αεροστεγής, αεροστροβιλίζω, αεροστρόβιλος, αερόστρωμα, αεροσυμπιεστής, αεροσυνακτήρας, αερόσυρτος, αερόσφαιρα, αερόταξη, αεροταχύμετρο, αεροτεχνία, αερότηκτος, αεροτινάζω, αεροτομή, αεροτόπι, αεροτορπίλη, αεροτρεφής, αεροτριπλευρισμός, αεροτροπία, αεροτροπισμός, αερότροφος, αεροτρύπανο, αερότσιχλα, αεροϋδροθεραπεία, αεροϋδροσκάφος, αεροΰφαντος, αεροφαγία, αεροφάγος, αεροφέρνομαι, αεροφίλημα, αερόφιλος, αεροφοβία, αεροφόρος, αεροφράκτης, αερόφρενο, αεροφύσημα, αεροφυσική, αερόφυτος, αερόφωνο, αεροφώς, αεροφωτοαναγνώριση, αεροφωτογράφηση, αεροφωτογραφία, αεροφωτογραφικός, αεροφωτοεξοπλισμός, αεροφωτοεπικάλυψη, αεροφωτοερμήνευση, αεροφωτοθήκη, αεροφωτομηχανή κ.ά.].