φύγεργος

English (LSJ)

[ῠ], ον, shunning work, EM199.1.

German (Pape)

[Seite 1312] die Arbeit fliehend, scheuend, Ar. frg. in E. M.

Russian (Dvoretsky)

φύγεργος: бегущий от работы, ленивый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φύγεργος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Κωμ. Ἀποσπ. σ. 1131. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει την εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλεργος].