= φύξιμος, τὸ ἱερὸν ἄσυλον καὶ φ. εἶμεν SIG550.5 (Delph., iii B. C.).
-ον, Αφύξιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φύξιμος, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός.