φευκτός

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτός Medium diacritics: φευκτός Low diacritics: φευκτός Capitals: ΦΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: pheuktós Transliteration B: pheuktos Transliteration C: fefktos Beta Code: feukto/s

English (LSJ)

φευκτή, φευκτόν,
A to be shunned or to be avoided, Arist.EN 1153b2; opp. αἱρετός, ib.1119a23, 1172b19, Epicur.Ep.3p.63U., Phld. Herc.1251.13: Comp., Arist.Top.116b5.
2 that can be escaped or that can be avoided, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν S.Aj.224 (lyr.), cf. Pl.Ax. 369b; cf. φυκτός.

German (Pape)

[Seite 1267] adj. verb. von φεύγω, geflohen, vermieden, zu fliehen, zu meiden, zu vermeiden; ἄτλατον, οὐδὲ φευκτάν Soph. Ai. 222; dem man entfliehen, entgehen kann, den man fliehen muß, Plat. Ax. 369 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'il faut fuir ou éviter;
2 qu'on peut fuir ou éviter.

Russian (Dvoretsky)

φευκτός: [adj. verb. к φεύγω
1 которого можно избежать: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;
2 которого следует избегать, нежелательный: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἀποφεύγει τις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 14. 1· ἀντίθετον τῷ αἱρετός, αὐτόθι 3. 12. 1., 10. 2, 2. 2) ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτὰν Σοφ. Αἴ. 224, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Ε· ― πρβλ. τὸ ποιητ. φυκτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ φεύγω
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς
αρχ.
1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

φευκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω·
1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ.
2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

φευκτός, ή, όν verb. adj. of φεύγω
1. to be shunned or avoided, Arist.
2. that can be avoided, Soph.