φύλλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of φύλλον, Pl.Com.171, Aristid.1.283J., Poll.6.94: pl.,
A = ἡδύσματα κηπαῖα, Hp. ap. Gal.19.153.
2 perhaps a kind of plate, φ. ἀργυρᾶ ὀκτώ PLond.1.191.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, = φυλλεῖον, auch, dim. zu φύλλον, Plat. com. bei Ath. II, 56 f.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φύλλον, Ἀριστείδ. τ. 1. 283. Πολυδ. Ϛ΄, 94· ― παρὰ Πλάτ. τῷ κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 5, ὁ Dobree διώρθωσε φυλλεῖον· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. σ. 453.