ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
dish: Ar. λεκάνη, ἡ, λοπάς, ἡ.
silver plate: P. ἀργύριον ἄσημον.
gold plate: P. χρυσίον ἄσημον.