φώνησις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1322] εως, ἡ, das Tönen, Reden, Rufen.
Greek (Liddell-Scott)
φώνησις: -εως, ἡ, τὸ φωνεῖν, ὁμιλία, Πολυδ. Βϳ, 111.
[Seite 1322] εως, ἡ, das Tönen, Reden, Rufen.
φώνησις: -εως, ἡ, τὸ φωνεῖν, ὁμιλία, Πολυδ. Βϳ, 111.