φώριον

English (LSJ)

τό, (φωρά II) damning evidence, J.AJ15.3.9, Lib. Decl.49.69; τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Them.Or.26.314a.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, der Diebstahl, neutr. vom Folgdn; Sp.; τὰ φώρια ἔχειν Luc. Herm. 38; Tox. 28.

Greek (Liddell-Scott)

φώριον: τό, (φωρὰ ΙΙ) ἀπόδειξις πειστικὴ ἐνοχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 9.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ φώρ
απόδειξη ένοχης πράξης, τεκμήριο ενοχής («τὰ φώρια τοῦ ἀδικήματος», Θεμίστ.).