η / φώτισις, -ωτίσεως, ΝΜΑ φωτίζωπαροχή φωτός, φωτισμόςνεοελλ.1. (κυρίως) η επιφώτιση με τη θεία χάρη, η παροχή πνευματικού φωτός από τον Θεό («ο Θεός να σού δίνει φώτιση»)2. μτφ. έξυπνη ιδέα («μού 'ρθε μια φώτιση καθώς σέ κοίταζα»).