χάδε

English (LSJ)

χαδέειν, χαδών, v. χανδάνω.

Greek (Liddell-Scott)

χάδε: χαδέειν, ἴδε ἐν λ. χανδάνω.

English (Autenrieth)

see χανδάνω.

Greek Monotonic

χάδε: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του χανδάνω· χαδέειν, Επικ. απαρ.