χανδάνω

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χανδάνω Medium diacritics: χανδάνω Low diacritics: χανδάνω Capitals: ΧΑΝΔΑΝΩ
Transliteration A: chandánō Transliteration B: chandanō Transliteration C: chandano Beta Code: xanda/nw

English (LSJ)

Hp.Mul.1.78, Ep. impf. χάνδανε (ν) Il.23.742, Q.S.12.328: fut.
A χείσομαι Od.18.17: aor. ἔχᾰδον Il.4.24, Ep. χάδον II.462, inf. χαδεῖν Nic.Th.956, Ep.and Ion. χαδέειν Il.14.34, Hp.Genit.9, part. χαδών Nic.Al.145: pf. with pres. sense, κέχανδα and plpf. κεχάνδει (κεχόνδει v.l. in Il.24.192, ἐκεχάνδει Hsch.), v. infr.:—Ep. Verb (used once or twice in Ion. Prose, and once in Ar., v. infr.), take in, hold, contain, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν (sc. κρητήρ) Il.23.742; λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδώς ib.268; οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν 14.34; οἶκος κεχανδὼς πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.4.96; ὃς [θάλαμος] γλήνεα πολλὰ κεχάνδει Il.24.192; οὐδὸς ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται Od.18.17; Ἥρῃ δ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον the breast of Hera could not contain her rage (v.l. Ἥρη δ'... Hera could not contain her anger in her breast), Il.4.24; κρέας ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον as much as his hands could hold, Od.17.344; ὅσον χανδάνει χείρ Hp.Mul.1.78; [ῥόπαλόν] οἱ ἐχάνδανε χείρ Theoc.13.57, cf. Lyc.317, Arat.697.
2 in prescriptions, take, Nic.Th.956, Al.58,145.
II metaph., to be capable, be able, ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός Il.11.462; κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυξ ἂν ἡμῶν χανδάνῃ δι' ἡμέρας Ar.Ra.260; κωκύσασα . . ὅσσον ἐχάνδανε μητρὸς ἀνίη AP7.644 (Bianor); ὅσον χάδον, ὅσσον ἔρεξαν Opp.C.4.210: c. inf., στόμα χείσεται ἐξονομῆναι τοῦτο prob. for στοναχήσεται in h.Ven.252. (Cf. Lat. pr(a)e-hendo; root χενδ- in χείσομαι (χενδ-σ-) and κέχονδα (which should prob. be restored in Hom.); χα-ν-δ-άνω is formed from ἔχαδον (ἔχṇδον).)

French (Bailly abrégé)

f. χείσομαι, ao.2 ἔχαδον, pf. au sens d'un prés. κέχανδα;
contenir, acc. ; ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον OD autant que ses mains en pouvaient contenir ; ἤυσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός IL il cria autant que put y suffire la tête d'un mortel, càd de toutes ses forces.
Étymologie: R. Χαδ, contenir, prendre ; cf. χαίνω, χάσκω, lat. hend- dans prehendo.

German (Pape)

aor. ἔχαδον, perf. mit Präsensbdtg κέχανδα, fut. χείσομαι, fassen, in sich begreifen, enthalten; ἓξ μέτρα χάνδανε κρητήρ, er faßte sechs Maß, Il. 23.742; λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδώς 23.268; οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν, das Gestade konnte nicht alle Schiffe fassen, 14.34; οἶκος κεχανδὼς πολλὰ καὶ ἐσθλά Od. 4.96; θάλαμος γλήνεα πολλὰ κεχάνδει Il. 24.192; οὐδὸς ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, die Schwelle wird Raum für uns Beide haben, Od. 18.17; Ἥρῃ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, die Brust war ihr zu eng, den Zorn zu fassen, Il. 4.24, 8.461; ὥς οἱ ἐχάνδανον, d.i. so viel er mit den Händen fassen konnte, Od. 17.344; ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτός, er schrie so laut der Kopf des Mannes es fassen, aushalten konnte, Il. 11.461; vgl. ἀλλὰ μὴν κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν ἡμῶν χανδάνῃ Ar. Ran. 257; mit dem Nebenbegriffe des Prahlens H.h. Ven. 252, nach Wolfs und Hermanns Emend., οὐκέτι μοι στόμα χείσεται, nicht mehr wird mein Mund sich prahlend öffnen, wo Buttmann χήσεται, als fut. von χάσκω schreiben möchte. Auch sp.D.: ῥόπαλόν οἱ ἐχάνδανε χείρ Theocr. 13.57; κωκύσασα ὅσσον ἐχάνδανε μητρὸς ἀνίη Bian. 17 (VII.644); τόσον χάδεν ἀνέρα νῆσος Paul.Sil. 80 (VII.4).

Russian (Dvoretsky)

χανδάνω: (fut. χείσομαι, aor. 2 ἔχᾰδον - эп. тж. χάδον; pf. со знач. praes. κέχανδα)
1 вмещать, содержать (τέσσαρα μέτρα, γλήνεα πολλά Hom.): ὡς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον Hom. сколько он мог захватить руками; οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται Hom. этот порог вместит (нас) обоих, т. е. места нам хватит обоим;
2 охватывать, держать (ῥόπαλον Theocr.);
3 перен. вмещать, выдерживать (Ἣρῃ δ᾽ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον Hom.): κωκύσασα ὅσσον ἐχάνδανε μητρὸς ἀνίη Anth. рыдая так, как может (рыдать) материнская скорбь; ὅσον κεφαλὴ χάδε Hom. и ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν χανδάνῃ Arph. во все горло.

Greek (Liddell-Scott)

χανδάνω: μέλλ. χείσομαι, ἴδε κατωτ.· - ἀόρ. ἔχᾰδον Ἰλ. Δ. 24, Ἐπικ. χάδον Λ. 462, ἀπαρ. χαδέειν Ξ. 34, Ἰππ. 234. 47· - πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ. κέχανδα καὶ ὑπερσ. κεχάνδει, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΑΔ· πρβλ. Λατ. pre-hend-o καὶ ἴσως hed-era· Γοτθ. bi-git-an (εὑρίσκειν)· Ἀρχ. Σκανδ. get-a’ Ἀγγλο-Σαξον. gitan (λαμβάνω, Ἀγγλ. to get)· ἴσως καὶ Σανσκρ. ha-t-as (χείρ, Γερμ. καὶ Ἀγγλ. hand) καὶ Λατ. hast-a). Ἐπικ. ῥῆμα (ἐν χρήσει ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζολόγοις, καὶ ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ. ἴδε κατωτ.), ὡς τὸ μεταγεν. χωρῶ, Λατ. capio, ἕξ δ’ ἄρα μέτρα χάνδανεν (ἐξυπακ. ὁ κρητὴρ) Ἰλ. Ψ. 742· λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδὼς αὐτόθι 268· οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆος χαδέειν Ξ. 34· οἶκος κεχανδὼς πολλὰ καὶ ἐσθλὰ Ὀδ. Δ. 96· ὃς (θάλαμος) γλήνεα πολλὰ κεχάνδει Ἰλ. Ω. 192· οὐδὸς ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται Ὀδ. Σ. 17· Ἥρῃ δ’ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, τὸ στῆθος τῆς Ἥρας δὲν ἠδύνατο νὰ «χωρέσῃ» τὴν ὀργήν της (κατ’ ἄλλους Ἥρη δ’.., = ἡ Ἥρα δὲν ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ ἢ περιορίσῃ τὴν ὀργὴν αὐτῆς ἐν τῷ στήθει αὐτῆς), Ἰλ. Δ. 24. Θ. 461· ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον, ὅσον αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἠδύναντο νὰ περιλάβωσιν, Ὀδ. Ρ. 344· οὕτω παρὰ μεταγενεστ. συγγραφεῦσιν, ὅσον χανδάνει χεὶρ Ἱππ. 625. 48· ῥόπαλόν οἱ ἐχάνδανε χεὶρ Θεόκρ. 13. 57, πρβλ. Ἀνθολ. Παλατ. 7. 644, Λυκόφρ. 3. 17, Ἄρατ. 697, Νικ. Ἀλεξιφ. 58. ΙΙ. μεταφ., εἶμαι δεκτικός, εἶμαι ἱκανός, ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε φωτὸς Ἰλ. Λ. 462· κεκραξόμεσθά γ’ ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν ἡμῶν χανδάνῃ δι’ ἡμέρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 260· κωκύσασα .. ὅσσον ἐχάνδανε μητρὸς ἀνίη Ἀνθολ. Παλατ. 7. 644· ὅσον χάδον, ὅσον ἔρεξαν Ὀππ. Κυνηγ. 4. 210· - ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἀφρ. 253, ἀντὶ στοναχήσεται ἐξονομῆναι τοῦτο (ὅπερ εἶναι ἀδιανόητον ὅλως) ὁ Wolf προὔτεινεν εἰς διόρθωσιν στόμα χείσεται ὀν., τὸ στόμα μου θὰ δυνηθῇ νά..· ὁ δὲ Buttm. στόμα χήσεται (ἐκ τοῦ χάσκω) θὰ εἶναι ἀνοικτόν, ὥστε νά...

English (Autenrieth)

(root χαδ, cf. pre-hendo), ipf. ἐχάνδανον, χάνδανε, fut. χείσεται, aor. 2 ἔχαδε, χάδε, inf. -έειν, perf. part. κεχανδότα, plup. κεχάνδει: hold, contain, of the capacity of vessels, etc., Il. 23.742 . ρ 3, Od. 4.96; fig., of capacity of shouting, ὅσον κεφαλή χάδε φωτός, as loud as a man's ‘head holds,’ as loud as human voice is capable of shouting, Il. 11.462; fig., also Il. 4.24, Il. 8.461.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.)
1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» — η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.)
β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ'ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἡμῶν χανδάνῃ δι' ἡμέρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χανδάνω (< χνδ-άνω), με ενεστ. επίθημα -άνω που δηλώνει το τέλος της ενέργειας (πρβλ. μανθ-άνω, τυγχάνω), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ghnd- της ΙΕ ρίζας ghe(n)d- «πιάνω». Το αντίστοιχο λατ. hendo (< ΙΕ τ. ghend-o ή ghnd-o), το οποίο απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. praehendo «πιάνω, αρπάζω»), εμφανίζει -e- τόσο στον ενεστ. όσο και στην υπόλοιπη κλίση του. Αντίθετα, το ελλ. ρ. εμφανίζει κατά την κλίση του διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας (πρβλ. μέλλ. χείσομαι από την απαθή χενδ-σομαι, αόρ. ἔχᾰδον από τη συνεσταλμένη ε-χνδ-ον, παρακμ. κεχόνδει από την ετεροιωμένη). Στην ίδια ρίζα, τέλος, χωρίς έρρινο ἐνθημα -ν-, ανάγονται και τα: λατ. praeda «λεία, λάφυρα» (< praehěda), γοτθ. bi-gitan «βρίσκω», αρχ. άνω γερμ. pi-gezzan «πετυχαίνω, αποκτώ», γερμ. vergessen «ξεχνώ», αγγλ. get «πιάνω, έχω»].

Greek Monotonic

χανδάνω: (√ΧΑΔ), μέλ. χείσομαι, αόρ. βʹ ἔχαδον, Επικ. χάδον, απαρ. χαδέειν, παρακ. με σημασία ενεστ. κέχανδα· γʹ ενικ. υπερσ. κεχάνδει·
I. παίρνω, κρατώ, περιλαμβάνω, περιέχω, λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδώς, δοχείο που περιέχει τέσσερις μονάδες, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν, η παραλία δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἥρῃδ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, το στήθος της Ήρας δεν μπορούσε να χωρέσει την οργή της, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον, όσο τα χέρια του μπορούσαν να κρατήσουν, σε Ομήρ. Οδ.
II. μεταφ., είμαι ικανός, ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε, σε Ομήρ. Ιλ.· κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ, ἂν χανδάνῃ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[Root !χαδ]
I. to take in, hold, comprise, contain, λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδώς a caldron containing four measures, Il.; οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν the beach could not hold all the ships, Il.; Ἥρηι δ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον the breast of Hera could not contain her rage, Il.; ὡς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον as much as his hands could hold, Od.
II. metaph. to be capable, ἤυσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε Il.; κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν χανδάνηι Ar.

Frisk Etymology German

χανδάνω: {khandánō}
Forms: Aor. χαδεῖν (ep. seit Il., auch Hp. und Ar. Ra. 260 [lyr.]), Fut. χείσομαι (σ 17), Perf. (m. Präs.-Bed.) Ptz. Akk. sg. κεχανδότα (Ψ 268, δ 96), Ind. κέχανδε· χωρεῖH., Plpf. κεχάνδει mit v.l. κεχόνδει (Ω 192)
Grammar: v.
Meaning: fassen, in sich begreifen, enthalten.
Composita: Nie mit Präfix; als Hinterglied in εὐχανδής geräumig (Nik., Man.), εὐρυχαδής (AP, Luk.), -χανδής (Eust.) ib..
Etymology: Regelmäßiges Formengebilde mit schwundstufigem Nasalpräsens, schwundstufigem thematischem Aorist, hochstufigem medialem Futurum. Nur die Perfektformen mit -αν- weichen ab; wenn nicht nach dem Präsens neugebildet, müssen sie sekundär in die Überlieferung statt des ursprünglichen κέχονδα (in v.l. κεχόνδει noch erhalten) eingedrungen sein. Diesem altertümlichen, nur in der epischen Tradition weiterlebenden Verb steht im Latein eine Bildung mit festem Präfix und durchgeführtem e-Vokal gegenüber: pre-hendō, -hendī, -hēnsum fassen, ergreifen, dessen Stammvokal jedoch sowohl idg. e wie einen Sonanten (ghn̥d-) vertreten kann. Schwundstufige Formen finden sich auch im Keltischen, z.B. air. ro-geinn er findet Platz in (idg. *ghn̥d-ne-t; vgl. χαν-δάνω). Mit Hochstufe dagegen alb., z.B. gjëndem ich werde gefunden. Neben diesen Formen, die alle auf ein nasaliertes ghend-(ghond-, ghn̥d-) zurückgehen, stehen etliche ohne Nasal: so lat. praeda Beute aus *prai-hed-ā und ein germ. Verb, z.B. awno. geta erreichen, hervorbringen (> nengl. get), got. bi-gitan ’εὑρίσκειν’, ahd. pi-gezzan erlangen, fir-gezzanvergessen’ u.a. m. Die ursprüngliche Funktion des Nasals (uraltes Präsens?) bleibt unbekannt. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 589f., Pok. 437f., W.-Hofmann s. prehendō und praeda. Ältere Lit. auch bei Bq.
Page 2,1071-1072

Mantoulidis Etymological

(=χωράω, περιέχω). Ἀπό ρίζα χαδ-.

Translations

contain

Bulgarian: побирам; Catalan: contenir; Chinese Mandarin: 包含, 含有, 含; Czech: obsahovat; Danish: indeholde; Dutch: inhouden, bevatten; Esperanto: enhavi; Finnish: rajoittaa, rajata, hillitä, estää leviämästä; French: contenir; Galician: conter; German: enthalten; Greek: περιέχω; Ancient Greek: χανδάνω, περιέχω, περιίσχω, περρέχω; Hebrew: הכיל‎; Ido: kontenar; Italian: contenere; Japanese: 含む; Latin: teneo; Norman: cont'nîn; Occitan: conténer; Polish: zawierać; Portuguese: conter; Romanian: conține; Russian: содержать, вмещать; Slovene: vsebovati; Spanish: contener; Swedish: innehålla