Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χάλαρο
Greek Monolingual
το, Ν 1.ερείπιο 2.πετρώδηςτόπος 3.στον πληθ.τα χάλαρα το λειρί του κόκορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά συν. στον πληθ. χάλαρα, ουσιαστικοποιημένο τ. του ουδ. πληθ. χαλαρά του επιθ. χαλαρός με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ.νεκρός: νέκρα, ψυχρός: ψύχρα)].