χέλλιοι

English (LSJ)

οἱ, Aeol. for χίλιοι, Hdn.Gr.2.604; cf. δισχέλιοι.

Greek (Liddell-Scott)

χέλλιοι: οἱ, Αἰολ. ἀντὶ χίλιοι, Χοιροβ., ἴδε Ahr. D. Aeol. σ. 58.

Greek Monolingual

οἱ, Α
βλ. χίλιοι.