Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαλάλι
Greek Monolingual
Ν επίρρ.καλώς, ας είναι, άξιζε να γίνει (α. «χαλάλι του» β. «χαλάλι οι κόποι μου, αφού τέλειωσε τις σπουδές του το παιδί μου»). [ΕΤΥΜΟΛ.< τουρκ. helal «νόμιμος»].