χαλάλι

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. καλώς, ας είναι, άξιζε να γίνει (α. «χαλάλι του» β. «χαλάλι οι κόποι μου, αφού τέλειωσε τις σπουδές του το παιδί μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helal «νόμιμος»].