ύος, ἡ, Ion. for χαλεπότης, Hsch.
[Seite 1328] ύος, ἡ, ion. = χαλεπότης, Hesych.
χᾰλεπτύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ χαλεπότης, Ἡσύχ.
-ύος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα -τύς (πρβλ. φραστύς)].