Ep. gen. from χαλκός, Il.11.351.
gén. épq. de χαλκός.
χαλκόφι: эп. gen. к χαλκός.
χαλκόφῐ: Ἐπικ. γενικ. ἐκ τοῦ χαλκός, ἀντὶ χαλκοῦ, Ἰλ. Λ. 351.
χαλκόφῐ: Επικ. γεν. του χαλκός.