χαλκόφι

English (LSJ)

Ep. gen. from χαλκός, Il.11.351.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόφι: эп. gen. к χαλκός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόφῐ: Ἐπικ. γενικ. ἐκ τοῦ χαλκός, ἀντὶ χαλκοῦ, Ἰλ. Λ. 351.

Greek Monotonic

χαλκόφῐ: Επικ. γεν. του χαλκός.