χαλκώδης

English (LSJ)

χαλκῶδες, like bronze, χρῶμα Thphr. Sign.51; ὄττιες Aret.SD2.13.

German (Pape)

[Seite 1332] ες, zsgzgn statt χαλκοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χαλκοειδής, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 4, 2, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χαλκός
χαλκοειδής.