χαλυβίτης

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) ο σιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalybite < χάλυψ, -υβος + κατάλ. -ίτης].