χαρισμός

English (LSJ)

ὁ, bestowing of favours, gratifying, Sopat. in Rh. 8.70 W.

Greek (Liddell-Scott)

χαρισμός: ὁ, τὸ παρέχειν δείγματα εὐνοίας, τὸ χαρίζεσθαι, «ἡ δ’ ἕτερον πόθον καὶ ξένον νοσήσασα, ὡς τηρουμένη ἐπιβουλεύει τὸν χαρισμὸν πρὸς ἐπήρειαν» Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 70.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χαρίζω, -ομαι]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρίζομαι.