χαρίζω

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίζω Medium diacritics: χαρίζω Low diacritics: χαρίζω Capitals: ΧΑΡΙΖΩ
Transliteration A: charízō Transliteration B: charizō Transliteration C: charizo Beta Code: xari/zw

English (LSJ)

A fut. χαριῶ Phld.Rh.1.381 S., Glossaria: aor. imper. χάρισον PMag.Lond.122.17:—usu. Med. χαρίζομαι, fut. -ιοῦμαι Th.3.40, 8.65; χαριῇ (v.l. -εῖ) also in Hdt.1.90; Cret. χαριξίομαι GDI5176.16 (found at Teos); also χαρίξομαι ib.5178.17 (ibid.); χαρίηνται is a false Aeol. form in Milet.3 No.152.56; later χαρίσομαι Ep.Rom. 8.32, Luc.DDeor.22.4: aor. ἐχαρισάμην Hdt.1.91, etc.; opt. χαρίσαιτο Il.6.49; Aeol. imper. χάρισσαι Sapph.Supp.16.4; Cret. inf. χαρίξασθαι GDI5163b8 (Mylasa):—Pass. forms, fut. χαρισθήσομαι in pass. sense, Ep.Philem.22: aor. ἐχαρίσθην in pass. sense, Act.Ap. 3.14, 1 Ep.Cor.2.12: pf. κεχάρισμαι in act. sense, κεχάρισαι Ar.Ec. 1045, -ισται Id.Eq.54; also in pass. sense, imper. -ίσθω Pl.Phdr. 250c: plpf. ἐκεχάριστο Hdt.8.5, Ep. κεχάριστο Od.6.23:—say or do something agreeable to a person, show him favour or kindness, oblige, gratify, c. dat. pers., freq. in part., χαριζομένη πόσεϊ ᾧ Il.5.71, cf. 11.23, 15.449, Od.8.538,13.265; once in Hes., ποίησε.. χαριζόμενος Διί Th.580; πᾶσι χαριζοίμην ἄν Hdt.6.130, cf. Th.3.40; τοῖς θεοῖς X.Mem.4.3.16; Καλλίᾳ χαριζόμενος to oblige, humour him, Pl.Prt. 362a, cf. Men.75b, Ar.Eq.1368; of a judge, give a partial verdict, χ. οἷς ἂν δοκῇ αὐτῷ Pl.Ap.35c; also χ. τῷ ἵππῳ X. Eq.10.12: abs., make oneself agreeable, comply, opp. ἀντία φάσθαι, once in A., Pers.700 (lyr.); οἱ ὑπὲρ καιρὸν χαριζόμενοι And.4.7: c. acc. cogn., χάριτας χ. E.Fr.360.1, Isoc.1.31, D.18.239; χ. τι καὶ αὐτός Th.3.42; with part. added, χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων Od. 1.61, cf. Hdt.1.90, Ar.Ec.1045, Pl.R. 338a, 426c, etc.: more freq. c. dat. modi, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο do not court favour by lies, Od.14.387; χαριζόμενος φιλότητι 10.43, etc.; λόγῳ θωπεῦσαι καὶ ἔργῳ χ. Pl.Tht.173a codd.; opp. τὰ βέλτιστα λέγειν, D.9.2, cf. Plu.2.66a.
2 gratify or indulge a humour or passion, once in S., θυμῷ χαρίζεσθαι κενά El.331, cf. Antipho 4.3.2, X.An. 7.1.25; ὀργῇ E.Fr.31; γλώσσῃ Id.Or.1514 (troch.); ἔρωτι Pi.Fr. 127; τῇ ἐπιθυμίᾳ Pl.R. 561c: τῷ σώματι X.Mem.1.2.23; τῇ γαστρί ib.2.1.2, Cyr.4.2.39; τῇ ἡδονῇ ib.4.3.2.
3 in erotic sense, grant favours to a man, Ar.Ec.629 (anap.), Pl.Smp. 182a, Phdr.231c, 256a, X.Mem.3.11.12, etc.: hence of Comedy, ὀλίγοις χαρίσασθαι Ar.Eq.517 (anap.): c. acc. cogn., χ. θήλειαν ἀπόλαυσιν Luc.Am. 27.
II c. acc. rei, give graciously or cheerfully, δῶρα Od.24.283; ἄποινα Il.6.49, 10.380; χαρίζεσθαί τινί τι Hdt.1.91, Ar.Ach.437, Eq.54, X.Cyr.1.4.9, etc.; πωλεῖν καὶ χ. καὶ τέκνοις μεταδιδόναι PGrenf.1.60.45 (vi A. D.); so c. acc. pers., χαρίζομαί σε τοῖς ὄχλοις PFlor.61.61 (i A.D.): with a strong oxymoron, ξείνια δυσμενέσιν λυγρὰ χ. Archil.7: c. inf. with Art., χ. τὸ ποθεῖν Plu.2.609a; τὸ ζῆν LXX 2 Ma.3.33; without the Art., πολλοῖς ἐχαρίσατο βλέπειν (v.l. τὸ β.) Ev.Luc.7.21; χάρισαι [αὐτοῖς] μένειν allow them to remain, Luc.Am.19, cf. AP5.236 (Agath.); so ἆρ' ἄν τί μοι χαρίσαιο τοιόνδε—μή μου καταγελᾶν; Pl.Hp.Mi.364c.
b χ. τὴν δέησιν grant the request, Luc.Bis Acc.14.
c Pass., c. acc., to be favoured with, ἀνάγκᾳ πνεῦμα χαριζόμενος Epigr.Gr.204.18 (Cnidus).
2 c. gen. partit., give freely of a thing, ἀλλοτρίων χ. Od.17.452; ταμίη.. χαριζομένη παρεόντων giving freely of such things as were ready, 1.140, etc.; παντοίων ἀγαθῶν γαστρὶ χαριζόμενοι Thgn.1000; γλώσσης μαφιδίοιο χ. παρεοῦσι Theoc.25.188; προικὸς χαρίζεσθαι, of his bounty, Od.13.15.
3 c. acc. pers., give up as a favour, τῇ μητρὶ χ. Ὀκτάβιον, by dropping a law aimed at him, Plu.CG4; but also, by unjust condemnation, Act.Ap.25.11,16; also τῷ θεῷ με ἐχαρίσω, of a dedication ceremony, PBremen49.14 (ii A. D.).
4 forgive, τὴν ἀδικίαν τινί 2 Ep.Cor.12.13, cf. Ep.Col.2.13: abs., 2 Ep.Cor. 2.7, etc.
III Pass., especially in pf. and plpf., κεχάριστο θυμῷ was dear to her heart, Od.6.23; τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο the pleasure of the Euboeans was done, Hdt.8.5; ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω let a tribute be paid.. Pl.Phdr.250c; cf. χάρις A. V.
2 mostly part. pf. κεχαρισμένος, η, ον, as adjective, acceptable, welcome, ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ Il.5.243,826, etc.; κεχαρισμένα δῶρα θεοῖσι δίδωσι, 20.298, cf. Od.16.184, 19.397; κεχαρισμένα θεῖναί τινι to do things pleasing to one, Il.24.661; ἀνὴρ κεχαρισμένα εἰδώς Od.8.584; θεοις κεχαρισμένα ποιεῖν Lys.6.33; κεχ. τοῖς θεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν, Pl.Euthphr.14b, cf. Phdr.273e; δοίη ᾧ κ' ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι Od.2.54, cf. Hdt.1.87, 3.119, X.Mem. 1.2.10, etc.; κεχαρισμένα θύρσῳ E.HF892 (lyr.); κεχαρ. χοιρίδιον Ar.Pax386 (lyr.); πᾶσιν κεχαρισμένος Pl.Sph.218a; λόγος κεχ. D.14.1; σιτίον ἢ ποτόν X.Mem.2.1.24; ἐν τοῖς μὴ κεχαρισμένοις.. πρὸς τὴν αἴσθησιν Arist.PA645a7; cf. κεχαρισμένως.
3 later, Comp. κεχαρισμενώτερος Ael.NA12.7; Sup. κεχαρισμενώτατος Alciphr. 3.65.—Rare in Trag., but freq. in Att. Prose.

Greek Monolingual

ΝΜ χάρις
1. δίνω, παραχωρώ, δωρίζω (α. «της χάρισε έναν δίσκο» β. «χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές, να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές», δημ. τραγούδι
γ. «τούτους ἡμῖν χάρισον εἰς χαρὰν καὶ ἀνέγερσιν τῶν Ῥωμαίων», Κ Πορφ.)
2. δίνω χάρη, απαλλάσσω από ποινή ή από οφειλή (α. «του χάρισε την τιμωρία» β. «του χάρισε την τελευταία δόση»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «δεν χαρίζει κάστανα» — βλ. κάστανο
2. παροιμ. «κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια» — βλ. γάιδαρος
β) «κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο και ήθελε και το σαμάρι» — λέγεται για αχάριστο και πλεονέκτη.