Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαρταετός
Greek Monolingual
ο, Ν παιδικό παιχνίδι από λεπτόχαρτί, κολλημένο σε ξύλινο σκελετό, που ανυψώνεται με νήμα στον αέρα, αλλά και έθιμο της Καθαρής Δευτέρας. [ΕΤΥΜΟΛ.<χαρτί+αετός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].