έθιμο

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔθιμον) έθος
το έθιμο, τα έθιμα
κοινή συνήθεια κοινωνικής ομάδας, η οποία προέρχεται από μακρά παράδοση
μσν.
τὰ ἔθιμα
η εμμηνορρυσία.