χαρτογράφηση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια του χαρτογραφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτογράφησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].