χασμαθυπουργός
English (LSJ)
ὁ, servant in the chasm, PMag.Lond.121.353 (pl.).
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που υπηρετεί στο χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + ὑπουργός με τροπή του κλειστού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενο φωνήεν].
Léxico de magia
ὁ tb. graf. χασματ- servidor en el abismo en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... κινησιγαίους, στηριγμοθέτας, χασματυπουργούς os invoco a vosotros, que agitáis la tierra, que establecéis la base, servidores en el abismo P IV 1356 P VII 353