χατίς

English (LSJ)

ἐπιθυμία, χρῆσις, Hsch. (perhaps χᾶτις, Dor. for χῆτις).

Greek Monolingual

-ίδος, και χᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμία, χρῆσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χατέω. Ανεξακρίβωτος παραμένει ο τονισμός της λ.].