χαϊδευτικός

Greek Monolingual

και χαδευτικός, -ή, -ό, Ν χαϊδεύω
θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα.
επίρρ...
χαϊδευτικά Ν
με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά.