χαϊμαλί

Greek Monolingual

το, Ν
1. φυλαχτό, περίαπτο
2. στον πληθ. τα χαϊμαλια
ειρων. πολλά και άκομψα κοσμήματα («τί μού φόρεσες αυτά τα χαϊμαλιά;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamail ή, κατ' άλλη άποψη, hamaili, μέσω ενός τ. χαμαϊλί με μετάθεση του -ι-].