χείριστος

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of χείρων (v. χείρων B).

German (Pape)

[Seite 1345] irreg. superl. vom compar. χείρων, zu κακός gehörig, schlimmster, schlechtester; Xen. Mem. 1, 2,32, Dem. u. A.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp;
v.
χείρων.

Russian (Dvoretsky)

χείριστος: superl. к χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χείριστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ χείρων (ἴδε χείρων Β).

Greek Monolingual

-η, -ο / χείριστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείριστα
με χείριστο τρόπο.
επίρρ...
χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑ
πάρα πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.