χεδρία

English (LSJ)

ἡ, = χεδροπά (leguminous fruits, pulse, plucked by the hand), PLond. 5.1833.5 (iv AD), PMasp. 143.4 (vi AD).

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(περιλπτ. τ.) τα χεδροπά, τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. συντμ. τ. < χεδροπά].