χειλανθές

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 180 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και εύκρατων περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cheilanthes < χείλος + άνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].