χειλοστρόφιον

German (Pape)

[Seite 1342] τό, Lippenschraube, ein Folterwerkzeug, Synes. ep. 58.

Greek (Liddell-Scott)

χειλοστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, στρεβλωτεκὸν τῶν χειλέων, Συνέσ. 201C.