χειμωνόθεν

English (LSJ)

Adv. in a storm, Arat.995.

German (Pape)

[Seite 1343] adv., aus od. von dem Winter, Arat. 995.

Greek (Liddell-Scott)

χειμωνόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ χειμῶνος ἢ ἐκ τρικυμίας, ἐς δὲ γαληναίην χειμωνόθεν Ἄρατ. 995.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) επίρρ. κατά τη διάρκεια θυελλώδους καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, -ῶνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νοτόθεν, ποντόθεν)].