νοτόθεν
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
Adv. from the south, Pl. ap. D.L. 3.41, Thphr. Sign.11,21: c. gen., prob.l. in IG12.4.9.
German (Pape)
von Süden her, Sp.
Russian (Dvoretsky)
νοτόθεν: adv. с юга Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
νοτόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ νότου, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 11 καὶ 21, κτλ.
Greek Monolingual
νοτόθεν (Α)
επίρρ. από τον νότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].