χειρίσοφος
English (LSJ)
f.l. for χειρόσοφος.
German (Pape)
[Seite 1345] = χειρόσοφος, Luc. rhet. praec. 17 u. salt. 69 jetzt χειρόσ.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίσοφος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ χειρόσοφος.
f.l. for χειρόσοφος.
[Seite 1345] = χειρόσοφος, Luc. rhet. praec. 17 u. salt. 69 jetzt χειρόσ.
χειρίσοφος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ χειρόσοφος.