χειροδόσιον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1345] τό, Arbeitslohn, Philox. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειροδόσιον: τό, τὸ διδόμενον διὰ τὴν ἐργασίαν τῶν χειρῶν, ἡμερομίσθιον, μισθός, Λατ. manupretium, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α χειρόδοτος
ποσό που δίνεται για χειρωνακτική εργασία.